ραδιοτηλεγραφικός

ραδιοτηλεγραφικός
η , ό[ν] радиотелеграфный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ραδιοτηλεγραφικός" в других словарях:

  • ραδιοτηλεγραφικός — ή, ό, Ν [ραδιοτηλεγραφία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ραδιοτηλεγραφία. επίρρ... ραδιοτηλεγραφικώς και ραδιοτηλεγραφικά Ν με ραδιοτηλεγραφικό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • ραδιογραφικός — ή, ό, Ν [ραδιογραφία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ραδιογραφία, ακτινογραφικός 2. ραδιοτηλεγραφικός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»